διαστηρίζω

διαστηρίζω
διαστηρίζω (Α)
1. κάνω σταθερό κάτι, δυναμώνω
2. μέσ. στηρίζομαι, πατάω σταθερά
3. στερεώνω, προσηλώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαστηριζόμενος — διαστηρίζω make firm pres part mp masc nom sg διαστηρίζω make firm pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστηρίζοντος — διαστηρίζω make firm pres part act masc/neut gen sg διαστηρίζω make firm pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεστηριχότα — διαστηρίζω make firm perf part act neut nom/voc/acc pl διαστηρίζω make firm perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεστηρίχθαι — διαστηρίζω make firm perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεστήριζεν — διαστηρίζω make firm imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεστήριξε — διαστηρίζω make firm aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”